εγκατοίκηση

εγκατοίκηση
η
εγκατάσταση σ' έναν τόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ενοίκιο — και νοίκι, το (AM ως επίθ. ἐνοίκιος, ον) [ένοικος] 1. το τίμημα για την εγκατοίκηση ή τη χρήση οικήματος («ὤκει παρ ἑτέροις ἐνοίκιον οὐ πολὺ τελών», Πλούτ.) 2. μίσθωμα, τίμημα για ενοικίαση κάθε χώρου αρχ. 1. ως επίθ. ἐνοίκιος, ον αυτός που ζει… …   Dictionary of Greek

  • ενοίκηση — η (AM ἐνοίκησις) [ενοικώ] 1. εγκατάσταση, εγκατοίκηση, διαμονή σ έναν τόπο («οὐ γὰρ διὰ τὴν παράνομον ἐνοίκησιν αἱ ξυμφοραὶ γενέσθαι τῇ πόλει» επειδή οι συμφορές στην πόλη δεν προήλθαν από την παράνομη εγκατάσταση, Θουκ.) 2. δικαίωμα κατοχής… …   Dictionary of Greek

  • ενοικείωσις — ἐνοικείωσις, η (Μ) [ενοικειώ] διαμονή σ έναν τόπο, εγκατοίκηση, εγκατάσταση, διαμονή κάπου …   Dictionary of Greek

  • προσενοίκησις — ήσεως, ἡ, Α συγκατοίκηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐνοίκησις «εγκατοίκηση, διαμονή σ έναν τόπο»] …   Dictionary of Greek

  • μετενσάρκωση — η η μετά θάνατο εγκατοίκηση μιας ψυχής σε ένα νέο σώμα, η μετεμψύχωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”